- κοντυλογραμμένος
- η , ο словно нарисованный, красивый, изящный (о руках, бровях и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοντυλογραμμένος — η, ο κοντυλένιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοντυλογραφώ — 1. γράφω με κοντύλι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κοντυλογραμμένος, η, ο αυτός που έχει ωραίες γραμμές, καλλίγραμμος, χαριτωμένος, λεπτοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + γραφώ (< γράφος < γράφω), πρβλ. αρθρο γραφώ, εικονο γραφώ] … Dictionary of Greek